Παρασκευή 23 Μαρτίου 2007

Τα κατά Αιγαίον Πάθη.....

Αυτή την περίοδο διαβάζω το "Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά".


Μόλις το τελειώσω θα διαβάσω κάποιο από αυτά που προτείνεται εσείς.
Ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία είναι το "ΤΑ ΚΑΤΑ ΑΙΓΑΙΟΝ ΠΑΘΗ" του Κώστα Αρκουδέα - Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

Το διάβασα πρώτη φορά στα 23 μου και δεύτερη φορά πέρυσι για να δω αν θα με "ταξιδέψει" το ίδιο......είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα που θα μπορούσε να είναι και αληθινό όμως.....όπως και να έχει.....όταν πάω στην Σαντορίνη....θα την δω διαφορετικά χάρη σ'αυτό το βιβλίο!

Βρήκα και ένα απόσπασμα για να πάρετε μια ιδέα:

-----------------------------------------------------

..... Από το νιρβάνα με έβγαλε ένας βάρβαρος ανθρώπινος ήχος. Μια κραυγή, μια ερωτική κραυγή. Άνοιξα τα μάτια. Η πλάτη μου ήταν βρεγμένη, το ίδιο και τα μαλλιά στο πίσω μέρος. Σηκώθηκα, κοίταξα στο μισοσκόταδο της βεράντας, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω πού βρισκόμουν. Ήταν εκεί η κοπέλα με τα πολύ μακριά μαλλιά που είχα δει στην κάναβα. Δεν ήταν μόνη, μαζί της είχε κάποιο νεαρό, γυμνό από τη μέση και κάτω. Το κορίτσι ήταν ολόγυμνο, είχε σκαρφαλώσει πάνω στο αγόρι κι είχε τυλιχτεί σαν φίδι γύρω από τη μέση του. Άφησε ένα στεναγμό. Το αγόρι ανεβοκατέβαινε μέσα της, όρθιος στη μέση της βεράντας, χωρίς να πιάνεται από κάπου. Τα δόντια της κοπέλας άστραφταν στο αυτάρεσκο χαμόγελο της ικανοποίησης. Έγειρε πίσω το κεφάλι, τα μαλλιά της σκούπισαν το βρώμικο πάτωμα. Αναστέναξε πάλι, ο νεαρός μούγκρισε. Το κασετόφωνο πάνω στο τραπέζι συνέχιζε να παίζει την απόκοσμη μουσική που με νανούριζε, με τη διαφορά πως τώρα μου φαινόταν πιο γήινη. Πρέπει να κοιμόμουν ώρες, ήταν αργά. Θυμόμουν το φεγγάρι σαν μια λευκή φέτα καρφωμένη στη μέση τ’ ουρανού. Τώρα είχε κατεβεί χαμηλά κι είχε κοκκινίσει απ’ όσα έβλεπε. Δε θα αργούσε να δύσει πίσω από τη Θηρασιά. Ο Mπαλής έλειπε.Τα μαλλιά χύθηκαν στο πλάι, φάνηκε η γυμνή ωμοπλάτη του κοριτσιού να γυαλίζει απ’ τον ιδρώτα. Έκανα ένα βήμα πίσω, καθώς φοβήθηκα μη με πάρουν είδηση. Δεν με είχαν δει, δεν υπήρχα καν γι’ αυτούς. Τους άκουσα να βογκάνε και οι δύο μαζί, να συντονίζουν το ρυθμό τους με τα μπιτ της μουσικής που γινόταν όλο και πιο γρήγορη. Τότε ακούστηκε το γέλιο. Ήταν τόσο δυνατό, τόσο δαιμονικό, που τράνταξε τη βεράντα. Η καρδιά μου έκανε πήδο, πήγε από τη μια άκρη του στήθους μου στην άλλη. Είμαι σίγουρος πως όσοι άκουσαν αυτό το γέλιο δεν πρόκειται να το ξεχάσουν. Ήρθε απότομα σαν τον αέρα που χτυπάει με δύναμη στα παραθυρόφυλλα, εκτινάχτηκε κι έπεσε στο χωριό σαν σύννεφο από άναρθρες κραυγές.Η ηδυπαθής ατμόσφαιρα της βεράντας έδωσε τη θέση της σε κλίμα πανικού. Ακούστηκαν οι τσιρίδες ενός ζώου που πάσχιζε να γλιτώσει. Οπλές που κοπανούσαν με λύσσα τις πλάκες. Τι διάολο γινόταν; Το στόμα μου ήταν στεγνό, οι αλλόκοτοι ήχοι με γέμιζαν δέος. Φοβόμουν να ξεμυτίσω. Το κορίτσι ούρλιαξε τόσο διαπεραστικά, που απόρησα πώς δε βγήκαν οι γείτονες να διαμαρτυρηθούν, πώς δε μαζεύτηκε κόσμος. Ένα χλιμίντρισμα σκέπασε τη μουσική, τις τσιρίδες, ακόμα και το ουρλιαχτό του κοριτσιού.Αποφάσισα να μπω στη μέση και να τους χωρίσω. Κάποιος έπρεπε να βάλει φρένο, να δώσει τέλος σε αυτό τον παραλογισμό. Πήρα ανάσα και βγήκα στη βεράντα. Βγήκα χωρίς να ξέρω πως με αυτό το βήμα περνούσα απ’ τον κόσμο της καθημερινότητας σ’ έναν άλλο, όπου όλα ήταν πιθανά. Βρέθηκα στη ζούγκλα, στο πεδίο της μάχης. Το ανορθολογικό με κυρίευσε ετσιθελικά. Η μόνη σκέψη που κράτησε τα λογικά μου στη θέση τους και δε μου έστριψε, ήταν πως ονειρευόμουν, πως θα ξυπνούσα και θα πεταγόμουν κάθιδρος απ’ τον εφιάλτη. Δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να δει τη σκηνή περισσότερο από μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου. Εντούτοις, αυτή η φευγαλέα εικόνα μού εντυπώθηκε με τόση διαύγεια, που θα μπορούσα να είχα μείνει ώρες κοιτάζοντάς την.Ένα μαύρο άλογο είχε σηκωθεί στα δυο του πόδια, χρεμέτιζε και προσπαθούσε να λιώσει έναν καυλιάρη σάτυρο. Ο σάτυρος χώθηκε κάτω απ’ το τραπέζι για να προφυλαχτεί. Το άλογο ρουθούνισε, παράτησε τον τράγο και όρμησε να ζουπήξει το κορίτσι που κόλλησε στον τοίχο κρύβοντας το πρόσωπο με τα χέρια. Βρήκα τους διακόπτες. Άναψα τα φώτα της βεράντας. Στον τοίχο, ο Mπαλής είχε βουτήξει την κοπέλα απ’ το λαιμό. Την ταρακουνούσε και την έβριζε χυδαία, ενώ εκείνη προσπαθούσε να απαλλαγεί από τη λαβή του. Κάτω απ’ το τραπέζι βρισκόταν ο νεαρός με την πέτσα κολλημένη στα οστά του προσώπου, τα μήλα να προεξέχουν, το πιγούνι με το τραγίσιο γένι παραμορφωμένο από τις συσπάσεις. «Τσούλα! Παλιοβρώμα!» έσκουζε ο Mπαλής. «Γι’ αυτό φαγώθηκες να φύγεις, ε; Καριόλα! Είχες βάλει στο μάτι το τεκνό».«Χέσε μας, μαλάκα! Κι εσύ τα ίδια κάνεις. Παράτα με», φώναζε το κορίτσι και τον αντιμετώπιζε με νύχια και με δόντια. «Άφησέ την, Mπαλή, εγώ φταίω. Εγώ της είπα να ’ρθουμε δω», έλεγε ο νεαρός προσπαθώντας να τα μπαλώσει. «Σκάσε, τσόγλανε!»«Εσύ να σκάσεις».«Βούλωσ’ το σου είπα. Δε σε παίρνει να μιλάς».Μετά το προηγούμενο σοκ, η παρούσα σκηνή μού φάνηκε τόσο κοινότοπη, που παραλίγο να βάλω τα γέλια. Ήμουν φαίνεται ευφάνταστος. Έφταιγε και η κούραση, η υπερένταση, το ξαφνικό εγερτήριο. Τώρα μπορούσα να δω τι είχε συμβεί. Ο Mπαλής είχε γυρίσει, είχε κατεβεί τα σκαλιά χωρίς να τον ακούσουν κι είχε πιάσει τα πιτσουνάκια σου στα πράσα. Αυτό μου έλειπε δα, να πέσω πάνω σε ερωτικά καβγαδάκια. Τη συνέχεια πάνω κάτω τη φανταζόμουν. Μια συνηθισμένη σκηνή ζηλοτυπίας, με τις κατηγορίες να εκτοξεύονται εκατέρωθεν. Πίστευα ότι η παρουσία μου, η παρουσία ενός ξένου, θα τους έκανε να μαζευτούν, αλλά έπεσα έξω. Δεν έδειξε να τους απασχολεί στο παραμικρό. «Πάρε με», έκανε ξεψυχισμένα η κοπέλα. Τα μάτια της είχαν γλαρώσει, τα χείλη της ήταν υγρά, ξεχείλιζαν πόθο. Το φεγγαρόφωτο χάιδευε το γυμνό κορμί της, τις τέλειες συμμετρίες του προσώπου της. «Θέλεις να σε πάρω; Α, όχι! Σήμερα δε θα τη βγάλεις καθαρή, μωρό μου», της είπε βραχνά ο Mπαλής, μέσα σε ίλιγγο. Τον πρόδιδε όμως η βραχνάδα του, η έκφραση, οι κινήσεις, ο ιδρώτας που λαμπύριζε στο μέτωπό του. Το σφίξιμο στο λαιμό της είχε χαλαρώσει. «Πάρε με και μετά κάνε με ό,τι θες. Κόψε με κομματάκια. Δε με νοιάζει».Ο Mπαλής τη φίλησε με τόση αγριάδα, που της μάτωσε τα χείλη. Το κορίτσι ανταπέδωσε το φιλί και βόγκηξε. Δεν ήταν φιλί, ήταν αλληλοεξόντωση, με δόντια που πριόνιζαν σάρκες. Κυλίστηκαν στο πάτωμα. Αίμα έτρεχε από πάνω τους, κολλούσε και άφηνε λεκέδες στα πλακάκια. Η θέα του, η μυρωδιά του αίματος τους αγρίευε, τους έκανε να ανάβουν περισσότερο. Γρύλιζαν μες στον πόνο και στην ηδονή, κατασπάραζαν ο ένας τον άλλο. Το έσχατο όριο πριν την τρέλα, συλλογίστηκα. Είχα παραλύσει, δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου. Ο Mπαλής σήκωσε το κεφάλι, με κοίταξε λες και με έβλεπε για πρώτη φορά. Το στόμα του ήταν γεμάτο αίματα. Μούγκρισε κάτι, πήρε το κορίτσι στην αγκαλιά του και μπήκαν στην κάναβα. Έκλεισαν την πόρτα. Απόμεινα μόνος με τον σάτυρο. Ήμουν ακόμα με το χέρι απλωμένο στους διακόπτες του ηλεκτρικού, ενώ εκείνος βρισκόταν κάτω απ’ το τραπέζι. Στη βεράντα η μπόχα ήταν ανυπόφορη, αλογίσια μπόχα. Ο νεαρός - Κυριάκος ήταν το όνομά του -, σηκώθηκε, πήρε τα τύμπανα από τον καναπέ και κάθισε σ’ ένα καρεκλάκι. Οι παλάμες του ακολούθησαν τα κοφτά μπιτ της μουσικής στο κασετόφωνο. Τα δόντια του είχαν κολλήσει μεταξύ τους, τα μήλα φούσκωσαν κι άλλο, τα χέρια πήραν αυτόνομα το ρυθμό. Τα μάτια του έμειναν καρφωμένα στην κλειστή πόρτα της κάναβας, γεμάτα δόλιες προθέσεις. Γύρισα στο δωμάτιό μου, σωριάστηκα στο ντιβάνι. Τι ήταν αυτό; Το κεφάλι μου γύριζε, οι σφυγμοί μου είχαν επιταχυνθεί. Πήρα βαθιές ανάσες, προσπαθώντας να ηρεμήσω. Από τη βεράντα ηχούσαν τα τύμπανα, ο ρυθμός ολοένα πιο ξέφρενος. Απ’ το διπλανό δωμάτιο έφτανε μια επαναλαμβανόμενη κραυγή που έμοιαζε με γάβγισμα φώκιας.

Μετά, σιωπή......

----------------------------------------------------------------------------------------------


3 σχόλια:

Ασκαρδαμυκτί είπε...

Έχει να πέσει διάβασμα...

Αθανάσιος είπε...

Παράξενο κείμενο. Εκφράζει τις σύγχρονες τάσεις σαδισμού και αλληλομαζοχισμού...

candy's τετραδιάκι είπε...

Πολυ διαβασμα...